κακομιλώ

κακομιλώ
κακομιλάω αμετ.
1) разговаривать с кем-л. грубо, говорить грубости, грубить (кому-л.); 2) говорить плохо (на каком-л. языке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κακομιλώ" в других словарях:

  • κακομιλώ — και κακομιλάω κακομίλησα, μιλώ άσχημα ή λαθεμένα: Γιατί του κακομίλησες του φοιτητή; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακομιλώ — έω και άω 1. μιλώ σε κάποιον με άσχημο τρόπο, απευθύνω σκληρούς λόγους 2. μιλώ με ατέλειες, με λάθη, εσφαλμένα («κακομιλεί τα αγγλικά») …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»